- ερπυστικός
- -ή, -ό (ΑΜ ἑρπυστικός, -ή, -όν) [ερπύζω](εσφ. γρφ. ερπηστικός)1. αυτός που έχει την τάση (και την ικανότητα) να έρπει («ερπυστικά ζώα», «ερπυστικά φυτά»)αρχ.1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών ερπετών2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑρπυστικά (ενν. ἕλκη)τα έλκη που εξαπλώνονται.επίρρ...ἑρπυστικῶςμε τρόπο ερπυστικό.
Dictionary of Greek. 2013.